λεύκωμα

λεύκωμα
λεύκ-ωμα, ατος, τό,
A tablet covered with gypsum, used as a public notice-board, ἐς λ. γράψαι, ἀναγράφειν, Lys.9.6, Lex ap.D.24.23, IG12(5).647.40 ([place name] Ceos), PHib.1.29.9 (iii B.C.), etc.: hence ἐν λευκώμασιν γραφῆναι to be posted in a list of defaulters, 'to be sold up', App.Prov.2.63; of the proscription-list, D.C.47.3; of the album of senators, Id.55.3: hence οἱ τοῦ λ. senators, Procop.Arc.29.
II whiteness, Arist.Phgn.813a28.
2 a white spot in the eye, caused by a thickening of the cornea, PGrenf.1.33.14 (ii B.C.), Dsc.3.84, Gal. 14.775, Sammelb.4414.6 (ii A.D.), Aët.7.39 tit.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεύκωμα — tablet covered with gypsum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκωμα — το, ατος 1. βιβλίο που περιέχει συλλογή φωτογραφιών, εικόνων κτλ., άλμπουμ: Αγόρασα ένα λεύκωμα με φωτογραφίες της πόλης. 2. τετράδιο όπου οι φίλοι του κατόχου γράφουν αφιερώσεις, ποιήματα, ιδέες κτλ. για ανάμνηση: Στην τάξη μου όλες οι μαθήτριες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… …   Dictionary of Greek

  • λευκωμάτων — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκώμασι — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκώμασιν — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκώματα — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκώματι — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκώματος — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλμπουμ — το λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα*. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • λευκωματίζομαι — (Α) [λεύκωμα] παθαίνω λεύκωμα στο μάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”